Ἀκαρνάν — Ἀκαρνά̱ν , Ἀκαρνάν masc nom/voc sg Ἀκαρνάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακαρνάν — ( άνος), ο (Α Ἀκαρνάν) αυτός που κατάγεται από την Ακαρνανία ή κατοικεί εκεί … Dictionary of Greek
Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… … Dictionary of Greek
Ἀκαρνᾶνα — Ἀκαρνάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνας — Ἀκαρνάν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνε — Ἀκαρνάν masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνες — Ἀκαρνάν masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνος — Ἀκαρνάν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶσι — Ἀκαρνάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶσιν — Ἀκαρνάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)